Συνάντηση με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Αλέξη Τσίπρα είχαν οι εκπρόσωποι της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα Συνταξιούχων (ΣΕΑ), ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πρόεδρος του Συλλόγου Γιώργος Πεπόνης.
Ο κ.Πεπόνης έθεσε στον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης όλα τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους συνταξιούχους και δη τους συνάδελφους ταχυδρομικούς. Αναφέρθηκε στην αδικία που διαιωνίζεται με την επικουρική σύνταξη των συνταξιούχων του ΕΛΤΑ και έκανε ειδική μνεία στην κλεψιά που γίνεται με την αποζημίωση των νέων συναδέλφων ( συνταξιοδοτήθηκαν μετά το 2019), καλώντας τον κ.Τσίπρα να αναλάβει πρωτοβουλίες, προκειμένου να διορθωθεί η αδικία.
Για την επικουρική σύνταξή μας, ο πρόεδρος εξέφρασε την ανάγκη να επανυπολογιστούν σύμφωνα με το ν.4387/2016 οι συντάξεις των συναδέλφων μας οι οποίοι έχουν συνταξιοδοτηθεί μέχρι την 31/12/2014 και οι οποίοι λόγω διαφοράς στον τρόπο υπολογισμού, λαμβάνουν μέχρι και το ήμισυ της επικουρικής σύνταξης που λαμβάνουν συνάδελφοι μας, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν μετά το ως άνω χρονικό σημείο. Αυτό συμβαίνει, όπως επισήμανε ο κ.Πεπόνης, παρ’ότι και οι δύο κατηγορίες είχαν ασφαλιστεί στον ίδιο φορέα, πλήρωναν τις ίδιες εισφορές και είχαν ανάλογο ασφαλιστικό χρόνο και παρ’ ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κατέθεσαν αιτήσεις συνταξιοδότησης με διαφορά λίγων ημερών ή και ωρών ακόμη.
Για την θέμα της αποζημίωσης, ο κ.Πεπόνης τόνισε ότι πρέπει να αποκατασταθεί η αδικία που έχούν υποστεί οι νέοι συνάδελφοι που βγήκαν στην σύνταξη και έλαβαν «πετσοκομμένες» αποζημειώσεις.
Το εξαιρετικά καλό είναι ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε πώς θα ενεργήσει για τη θετική διευθέτηση των δύο αυτών σημαντικών θεμάτων.
Ο Γιώργος Πεπόνης δεν παρέλειψε να τονίσει ότι και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ οι συνταξιούχοι υπέστησαν αδικίες, με τρανό παράδειγμα την προσωπική διαφορά που «γεννήθηκε» με το νόμο Κατρούγκαλου. Ο κ.Πεπόνης υποστήριξε ότι η προσωπική διαφορά πρέπει να εξαλειφθεί, προκειμένου οι όποιες αυξήσεις δοθούν την επόμενη χρονιά, να έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα και όχι μόνο λογιστικό αποτύπωμα για τους συνταξιούχους.
Από την πλευρά του πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έκανε λόγο για διπλή εξαπάτηση των συνταξιούχων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αρχικά αναφέρθηκε στην 13η σύνταξη, λέγοντας ότι «όταν φέραμε στη Βουλή την 13η σύνταξη, ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύτηκε και την ψήφισε και είπε ότι θα την κρατήσει, και μόλις εξελέγη την ξέχασε ότι υπήρχε καν. Και μετά πήρε το 1 δισ. που είχαμε δεσμεύσει τον χρόνο για την 13η σύνταξη και το πήγε για να κλείσει τις τρύπες από την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, που είναι μια βασική αντίθεση που έχουμε και ιδεολογική και πρακτική. Εμείς θέλουμε δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα και όχι ιδιωτικοποίηση του πυλώνα της επικουρικής ασφάλισης. Αυτή η ιδιωτικοποίηση θα κοστίσει στο Ελληνικό Δημόσιο πάνω από 70 δισ. για τα επόμενα πενήντα χρόνια».
Αναφερόμενος στο ζήτημα των αναδρομικών έκανε λόγο για τη δεύτερη μεγάλη εξαπάτηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τους συνταξιούχους, η οποία έγινε την περίοδο μετά τις εκλογές, κυρίως μετά το 2020, όταν βγήκε η απόφαση του ΣτΕ για τα αναδρομικά για τις περικοπές που παρανόμως έκανε η κυβέρνηση Σαμαρά, απόφαση που αφορούσε όλους.
«Αυτοί έδωσαν μονάχα για τις περικοπές στις κύριες συντάξεις και άφησαν εκτός τις περικοπές που αφορούσαν τις επικουρικές και τα Δώρα και κρίθηκαν και αυτές αντισυνταγματικές από το ΣτΕ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά καλούσαν τους συνταξιούχους να μην κάνουν προσφυγές και ότι το ίδιο θα συμβεί για όλους, και αυτά που δικαιούνται θα επιστραφούν και δεν υπάρχει καμία απόφαση μέχρι στιγμής για επιστροφή των αναδρομικών» υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας και συμπλήρωσε: «Είναι μείζον ζήτημα ηθικής και ζήτημα δικαιοσύνης. Δεν μπορεί η χώρα να αγνοεί τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης όποτε δεν τη βολεύουν, και όποτε βολεύουν να μιλάμε για σεβασμό στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης».
Αναφερθείς στις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία προς τους συνταξιούχους, ο Αλέξης Τσίπρας, τόνισε ότι «στη ΔΕΘ δεσμευτήκαμε για δύο πράγματα: την επιστροφή της 13ης σύνταξης, με την κατάργηση του ΤΕΚΑ που αφορά την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, και θα επαναφέρουμε αυτό το 1 δισ. στους συνταξιούχους για να δίνεται κάθε τέλος του έτους μια σημαντική ενίσχυση. Και τα αναδρομικά των 2,5 δισ. ευρώ θα δοθούν σε τρεις ισόποσες δώσεις περίπου των 800 εκατ., διότι είναι μεγάλο δημοσιονομικά το βάρος. Είναι ηθική υποχρέωση του κράτους να δοθούν τα αναδρομικά στους συνταξιούχους. Διαφορετικά, δεν είμαστε κράτους δικαίου αν δεν εφαρμόζουμε την απόφαση της Δικαιοσύνης».
Τόνισε ότι το ζήτημα των συνταξιούχων δεν πρέπει να το βλέπουμε ως ένα ζήτημα που αφορά την τρέχουσα συγκυρία αλλά ως ένα ζήτημα που αφορά την αποκατάσταση της δικαιοσύνης σε σχέση με τη δεκαετία που πέρασε.
«Οι απόμαχοι της εργασίας ήταν αυτοί που πλήρωσαν το μάρμαρο για την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση, τις τρομακτικές περικοπές που είχαν ειδικά στην πρώτη φάση των μνημονιακών χρόνων. Και παρ’ όλα αυτά ήταν εκείνοι που στήριξαν το εισόδημα κάθε οικογένειας και όχι μόνο το δικό τους, γιατί στην Ελλάδα ο θεσμός της οικογένειας είναι διαφορετικός από την υπόλοιπη Ευρώπη. Με τη σύνταξή τους στηρίζουν τα εγγόνια τους, τα παιδί τους που είναι άνεργος ή επιχειρηματίας που δεν πηγαίνει καλά» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε ότι «πράγματι, υπήρξε οριζόντια μείωση των συντάξεων και θεωρούμε ότι μετά το τέλος της μνημονιακής περιπέτειας αυτές οι μεγάλες πληγές πρέπει σιγά-σιγά να αποκατασταθούν.
Παρά τις τρομακτικές δημοσιονομικές δυσκολίες και τις δυσκολίες που είχαν να κάνουν με υποχρεώσεις που βρήκαμε από τους προηγούμενους και υποχρεωθήκαμε να εφαρμόσουμε που ήταν άδικες, στο τέλος του χρόνου ό,τι πλεόνασμα είχαμε το δίναμε στους συνταξιούχους και μας έλεγε ο κ. Μητσοτάκης ότι είναι ψίχουλα και θεσμοθετήσαμε την 13η ως ολόκληρη σύνταξη για τους χαμηλοσυνταξιούχους, που είναι πάνω από τους μισούς συνταξιούχους και κλιμακωτά ως το 50% για τις πιο υψηλές συντάξεις».
Για τις αυξήσεις στις συντάξεις
Παράλληλα, αναφερόμενος στις αυξήσεις των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου του 2023 που ανακοίνωσε ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, ο κ. Τσίπρας τόνισε πως «είναι αυξήσεις που νομοθετήθηκαν το 2017 και προβλέπονταν για το 2023. Από εκεί και πέρα υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Το ένα είναι η προσωπική διαφορά, αν δεν υπήρχε τότε αυτό το τέχνασμα οι παλιές συντάξεις θα πηγαίνανε στον πάτο. Τώρα όμως δημιουργείται πρόβλημα, διότι για να καλυφθεί η προσωπική διαφορά από τις τρέχουσες αυξήσεις της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στις συντάξεις, οι συνταξιούχοι με την προσωπική διαφορά δεν θα παίρνουν αυξήσεις, κι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να δούμε πώς μπορούμε και με τις δικές σας προτάσεις να το αντιμετωπίσουμε».
Παράλληλα, χαρακτήρισε «τεράστιο» το θέμα των εκκρεμών συντάξεων, το οποίο, όπως είπε, «διογκώθηκε». «Θα θυμάστε ότι επί των ημερών μας είχαμε κάνει μεγάλη προσπάθεια και τις είχαμε μειώσει κατά 70%. Ήρθε η νέα κυβέρνηση και υποσχέθηκε ότι ούτε μια μέρα δεν θα αργούν οι συντάξεις και τελικά τις έφτασε πάλι 300 χιλιάδες. Και τώρα έχουμε περίπου 124 χιλ. επικουρικές και 80 χιλ. κύριες να εκκρεμούν και 55 χιλ. εφάπαξ που εκκρεμούν. Και εδώ ακολουθεί η κυβέρνηση τον δρόμο της ιδιωτικοποίησης, όχι η ενίσχυση του Δημοσίου με άξιο στελεχικό δυναμικό. Εμείς τότε είχαμε βρει μια λύση μέσα από ένα πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για νέους επιστήμονες και είχαμε βάλει 2.000 ανθρώπους να ασχολούνται με αυτό. Και αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα δικαιοσύνης» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας.
«Εμείς είμαστε πάντοτε ανοιχτοί να κουβεντιάζουμε μαζί σας πρώτα από όλα, γιατί σεβόμαστε στο πρόσωπό σας τους συνταξιούχους όλη της χώρας που έχουν υποστεί τεράστιες θυσίες και, δεύτερον, γιατί θεωρούμε απαραίτητο να ενισχυθεί ο θεσμός που εκπροσωπείτε, για αυτό θεσμοθετήσαμε αυτό το προαιρετικό τέλος. Η απόφαση της κυβέρνησης να το καταργήσει στην πράξη είναι μια απόφαση εκδικητική και μια απόφαση που σηματοδοτεί ότι τελικά δεν επιθυμούν να υπάρχει διεκδίκηση και διαφορετική άποψη αλλά σιωπή σε όλα. Στο τέλος θα διαπραγματεύονται με τον κ. Αυτιά για τους συνταξιούχους και όχι με εσάς. Οι συνταξιούχοι πρέπει να έχουν φωνή, να διεκδικούν, να διαφωνούν, όπως γινόταν και με εμάς, αλλά αυτή είναι η δημοκρατία. Κάθε κυβέρνηση πρέπει να σέβεται κοινωνική ομάδα που διεκδικεί και αγωνίζεται και σε κάθε περίπτωση να συζητά μαζί της» κατέληξε ο κ. Τσίπρας