Εξώδικα στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας για το επικουρικό μας

Εξώδικα προς τον υπουργό Εργασίας, τον υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης και τον Διοικητή του ΕΦΚΑ, για το μείζον θέμα του επικουρικού των ταχυδρομικών, απέστειλε η Διοίκηση του Συλλόγου.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ

ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ-ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ-ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Του σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΕΛ-ΤΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Βερανζέρου αρ. 13

ΚΑΤΑ

            Του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ.29,

Του Υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ.29,

Του διοικητή του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου αρ. 8

************

Όπως πολύ καλά γνωρίζετε , όλα τα μέλη του συλλόγου μας, ως  πρώην εργαζόμενοι στα Ελληνικά Ταχυδρομεία με την ονομασία ΕΛΤΑ, είχαν μια συνολική κράτηση,  υπέρ επικουρικής ασφάλισης, 6% (3% κατέβαλαν οι εργαζόμενοι και 3% ο εργοδότης).

Η διαχείριση αυτών των κρατήσεων, γινόταν από ειδικό λογαριασμό, με την ονομασία ΕΛΕΑ ( Ειδικός Λογαριασμός Επικουρικής Ασφάλισης).

Ο εν λόγω λογαριασμός, αποτέλεσε τον διάδοχο, ενός ξεχωριστού Ταμείου των Ταχυδρομικών, όταν αυτοί ανήκαν ακόμα στο Δημόσιο, με την επωνυμία ΤΑΥΙΣ.

Από το ταμείο αυτό, μεταβιβάστηκαν όλα τα περιουσιακά του  στοιχεία, δηλαδή η κινητή και ακίνητη περιουσία του, στον ΕΛΕΑ.

Από 1/1/1970, η Ταχυδρομική Διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνιών μετατράπηκε σε οργανισμό με την επωνυμία ΕΛΤΑ και ο υπολογισμός απόδοσης μερίσματος (επικουρική σύνταξη) είχε ως βάση υπολογισμού, το 7ο κλιμάκιο του μισθού και το 69% του χρονοεπιδόματος.

Έκτοτε η απόδοση αυτή δεν έχει αλλάξει, σε αντίθεση με άλλα Ταμεία που σχηματίστηκαν εκ των υστέρων, όπου οι δικαιούχοι τους, λαμβάνουν έως και σήμερα καλύτερες συντάξεις, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι κρατήσεις τους ήταν ποσοστιαία, πολύ μικρότερες, από αυτές των ταχυδρομικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση εξαιρετικά χαμηλών επικουρικών συνταξιοδοτικών παροχών στους παλιούς συνταξιούχους, πριν το 2015.

Όπως επίσης γνωρίζετε, το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», καθώς και  η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους».

Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε  από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.

Περαιτέρω εκ του Συντάγματος απορρέουν, μεταξύ άλλων, οι αρχές του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της προσωπικής ευημερίας, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.

Οι αρχές αυτές, κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπουν την αιφνίδια μεταβολή ουσιωδών στοιχείων της σταθερά διαμορφωμένης νομικής και πραγματικής κατάστασης των προσώπων, στη διατήρηση των οποίων είχαν δικαιολογημένα αποβλέψει κατά την διαμόρφωση του σχεδίου ζωής τους, μεταξύ άλλων, και κατά τον καθορισμό των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσής τους, παρά μόνο στο μέτρο που η μεταβολή αυτή δικαιολογείται από άλλες συρρέουσες και βαρύνουσες στο συγκεκριμένο πεδίο νομοθετικής παρέμβασης συνταγματικές αρχές και στον βαθμό που, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αρχών αυτών και των δικαιωμάτων ή των νόμιμων προσδοκιών των θιγομένων από τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος (βλ. ΕλΣ Ολ. 599/2021, 1277, 32/2018, 244/2017, Πρακτ. της 4ης Ειδ.Συν/σης της 31.10.2012, ΣτΕ Ολ. 602/2003, ΣτΕ 1508/2002, αποφ. Ε∆∆Α της 2.4.2015 Dimech κατά Μάλτας, σκ. 64, της 7.2.2013, Fabris κατά Γαλλίας, σκ. 66).

Στο πλαίσιο αυτό, κάθε επέμβαση πρέπει να είναι α) πρόσφορη και κατάλληλη για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, υπό την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς, μέτρου και γ) αναλογική, να τελεί, δηλαδή, σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της προκαλούμενης από αυτά βλάβης (πρβλ. ΕλΣ Ολ 599/2021, 1196/2009, 2712/2008, 2437/2007, 2287/2005, 1492/2002, ΣτΕ Ολ. 229, 228/2014, ΑΠ Ολ. 5/2013).

Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι
ίσοι ενώπιον του νόμου» καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία, όπως έχει παγίως κριθεί, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των τελούντων υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες προσώπων. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη ∆ιοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα ∆ιοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση,
είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΑΕ∆ 1/2012, ΕλΣ Ολ. 2654/2013,2340/2009, ΣτΕ Ολ. 1286/2012 κ.ά.).

Ακολούθως, στην παράγραφο 5 του αυτού άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη. Η αρχή αυτή αναλύεται στις επιμέρους ειδικότερες αρχές της καθολικότητας των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας της συνεισφοράς σε σχέση με τις δυνάμεις του συνεισφέροντος. Ως δημόσια δε βάρη νοούνται κάθε είδους υποχρεωτικές, χρηματικές ή υλικές οριστικές παροχές των πολιτών προς το Κράτος, όπως φόροι, τέλη, δασμοί, κοινωνικοί πόροι, εισφορές, περιορισμός στο ύψος καταβαλλόμενων παροχών, εφ’ όσον επιβάλλονται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα υπέρ της βαρυνόμενης με αυτά κατηγορίας. Ενόψει των αρχών αυτών, ο νομοθέτης έχει, κατ’ αρχήν, την ευχέρεια να καθορίζει τις μορφές των δημοσίων βαρών, ήτοι των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με ποικίλες μορφές, περιορίζεται, όμως, από τις ανωτέρω αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Από την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται τα δημόσια βάρη να επιβάλλονται σε ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων (κοινωνικοοικονομικές ομάδες) ή πραγμάτων, εφ’ όσον, όμως, δικαιολογείται η επιβάρυνση του κύκλου αυτού σε σχέση με τις μη βαρυνόμενες κατηγορίες, δηλαδή μόνον εάν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα, όπως η σύνδεση της βαρυνόμενης κοινωνικοοικονομικής ομάδας με τον υπηρετούμενο από τη ρύθμιση σκοπό και η ωφέλεια που αυτή αντλεί από τον κοινωνικό ή οικονομικό τομέα στον οποίο αφορά η νομοθετική παρέμβαση ή από την ιδιαίτερη εισφοροδοτική ικανότητα της επιλεγείσας ως αποκλειστικά βαρυνόμενης κατηγορίας (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 32, 244/2017, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2469-2471/2008, ΣτΕ 4986/2012, 3143/2015), η επιβολή δε του βάρους γίνεται επί συγκεκριμένης ύλης, πρόσφορης να καταδείξει την ικανότητα συμβολής της κατηγορίας και συναφούς προς τη θεσπιζόμενη ρύθμιση (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 32/2018, 244/2017, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 124).

Κατά τα ανωτέρω επιβάλλεται να τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των προσδοκιών των πολιτών αφενός και των αρχών που υπηρετούνται με την επιβολή των μέτρων αφετέρου, ενώ η οξύτητα της κρίσης και η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισής της προς διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας αποτελεί κριτήριο το οποίο συνεκτιμάται κατά τον έλεγχο συμβατότητας των θεσπιζόμενων μέτρων προς τις ανωτέρω αρχές.

Ωστόσο σήμερα, παρουσιάζεται μια ιδιότυπη και εξόφθαλμα άδικη κατάσταση, οι νέοι συνταξιούχοι των  ΕΛΤΑ(π.ΤΑΠ-ΟΤΕ και άρα π.ΤΕΑΠ-ΟΤΕ) μετά την 1.1.2015, να λαμβάνουν ακόμα και διπλάσια  επικουρική σύνταξη, σε σχέση με όσους έλαβαν σύνταξη, μέχρι και 31.12.2014. Προκύπτει συνεπώς  το φαινόμενο συνταξιούχοι, που ανήκουν στον ίδιο φορέα, με τις ίδιες κρατήσεις και αποδοχές, να έχουν τελείως διαφορετικές επικουρικές συντάξεις, ως αποτέλεσμα, άνισης μεταχείρισης με βάση το άρθρο 4 του Συντάγματος, που καθορίστηκαν αυθαίρετα, με βάση μια απλή ημερομηνία(προ και μετά την 1η.1.2015).

Επειδή, μοναδική λύση στην παραπάνω κατάφωρη αδικία είναι, στα πλαίσια  επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, να δοθεί νομοθετικά, η δυνατότητα και οι «παλιοί» συνταξιούχοι, να λάβουν αντίστοιχο ποσό επικουρικής σύνταξης, σύμφωνα με το ν.4387/2016, όπως ισχύει.

Επειδή, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μας και επιστολές μας, το δίκαιο αίτημά μας, για τον ως άνω επανυπολογισμό, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται αθεράπευτη η παραβίαση των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας

Διαμαρτυρόμαστε έντονα για την ανωτέρω συμπεριφορά σας, η οποία σε κάθε περίπτωση παραβιάζει τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Σας καλούμε να προχωρήσετε άμεσα στην άρση της ως άνω αδικίας με τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων των συνταξιούχων, μέχρι 31/12/2014 και πρώην εργαζόμενων των ΕΛΤΑ, ως έξης:

– το τμήμα της επικουρικής σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής  έως 31.12.2014 να υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% επί των συντάξιμων αποδοχών που υπεβλήθησαν σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης.

Το επιπλέον ποσό δε που θα προκύψει, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «προσωπική διάφορα» που εξακολουθεί να λαμβάνει ο συνταξιούχος.