Κατεπείγουσα επιστολή για το επικουρικό μας στο υπ.Εργασίας – Καταθέσαμε πρόταση-τροπολογία

Κατεπείγουσα επιστολή στο υπουργείο Εργασίας για το επικουρικό μας απέστειλε η Διοίκηση του Συλλόγου, ενόψει της συζήτησης του μίνι ασφαλιστικού που θα διεξαχθεί στη Βουλή. Στην επιστολή κατατίθεται πρόταση-τροπολογία για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο επικουρικό του κλάδου των ταχυδρομικών.

Γίνεται, από την πλευρά μας, μια πλήρης ανάλυση όλων των πτυχών της υπόθεσης και αιτιολόγηση της άμεσης ανάγκης για διορθωτικές παρεμβάσεις στο επικουρικό μας, έτσι ώστε να αρθούν οι αδικίες που υπόκεινται οι συνάδελφοι που έλαβαν επικουρική σύνταξη μέχρι 31/12/2014.

Η επιστολή έχει ως εξής:

Αξιότιμε κ. Υπουργέ,

όπως πολύ καλά γνωρίζετε σας έχουμε επανειλημμένως οχλήσει αναφορικά με την αδικία που συντελείται  όσον αφορά τις επικουρικές συντάξεις του κλάδου μας. Συγκεκριμένα, με επιστολές μας, σας έχουμε επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη να επανυπολογιστούν σύμφωνα με το ν.4387/2016 οι επικουρικές συντάξεις των συναδέλφων μας οι οποίοι έχουν συνταξιοδοτηθεί μέχρι την 31/12/2014 και οι οποίοι λόγω διαφοράς στον τρόπο υπολογισμού, λαμβάνουν μέχρι και το ήμισυ της επικουρικής σύνταξης που λαμβάνουν συνάδελφοι μας, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν μετά το ως άνω χρονικό σημείο, παρ’ότι και οι δύο κατηγορίες είχαν ασφαλιστεί στον ίδιο φορέα, πλήρωναν τις ίδιες εισφορές και είχαν ανάλογο  ασφαλιστικό χρόνο και παρ’ ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, κατέθεσαν αιτήσεις συνταξιοδότησης, με διαφορά λίγων ημερών.

Επιπλέον, με την από 2ης/3/2022 εξώδικη δήλωσή μας μας, η οποία σας επιδόθηκε την 3η/3/2022, σας ζητούσαμε να επέμβετε νομοθετικά, προκειμένου να θεραπευθεί η προαναφερόμενη αδικία και να αρθεί η ως άνω, αντίθετη στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, κατάσταση.

Συγκεκριμένα , όλα τα μέλη του συλλόγου μας, ως  πρώην εργαζόμενοι στα Ελληνικά Ταχυδρομεία με την ονομασία ΕΛΤΑ, είχαν μια συνολική κράτηση,  υπέρ επικουρικής ασφάλισης, 6% (3% κατέβαλαν οι εργαζόμενοι και 3% ο εργοδότης).

Η διαχείριση αυτών των κρατήσεων, γινόταν από ειδικό λογαριασμό, με την ονομασία ΕΛΕΑ ( Ειδικός Λογαριασμός Επικουρικής Ασφάλισης).

Ο εν λόγω λογαριασμός, αποτέλεσε τον διάδοχο, ενός ξεχωριστού Ταμείου των Ταχυδρομικών, όταν αυτοί ανήκαν ακόμα στο Δημόσιο, με την επωνυμία ΤΑΥΙΣ.

Από το ταμείο αυτό, μεταβιβάστηκαν όλα τα περιουσιακά του  στοιχεία, δηλαδή η κινητή και ακίνητη περιουσία του, στον ΕΛΕΑ.

Από 1/1/1970, η Ταχυδρομική Διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνιών μετατράπηκε σε οργανισμό με την επωνυμία ΕΛΤΑ και ο υπολογισμός απόδοσης μερίσματος (επικουρική σύνταξη) είχε ως βάση υπολογισμού, το 7ο κλιμάκιο του μισθού και το 69% του χρονοεπιδόματος.

Έκτοτε η απόδοση αυτή δεν έχει αλλάξει, σε αντίθεση με άλλα Ταμεία που σχηματίστηκαν εκ των υστέρων, όπου οι δικαιούχοι τους, λαμβάνουν έως και σήμερα καλύτερες συντάξεις, ακόμη και σε περιπτώσεις, που οι κρατήσεις τους ήταν ποσοστιαία, πολύ μικρότερες, από αυτές των ταχυδρομικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση εξαιρετικά χαμηλών επικουρικών συνταξιοδοτικών παροχών στους παλιούς συνταξιούχους, πριν το 2015.

Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», και η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.

Επειδή, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους.

Επειδή οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε  από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», απορρέουν, μεταξύ άλλων, οι αρχές του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της προσωπικής ευημερίας, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας.

Οι αρχές αυτές, κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπουν την αιφνίδια μεταβολή ουσιωδών στοιχείων της σταθερά διαμορφωμένης νομικής και πραγματικής κατάστασης των προσώπων, στη διατήρηση των οποίων είχαν δικαιολογημένα αποβλέψει κατά την διαμόρφωση του σχεδίου ζωής τους, μεταξύ άλλων, και κατά τον καθορισμό των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσής τους, παρά μόνο στο μέτρο που η μεταβολή αυτή δικαιολογείται από άλλες συρρέουσες και βαρύνουσες στο συγκεκριμένο πεδίο νομοθετικής παρέμβασης συνταγματικές αρχές και στον βαθμό που, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αρχών αυτών και των δικαιωμάτων ή των νόμιμων προσδοκιών των θιγομένων από τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος (βλ. ΕλΣ Ολ. 599/2021, 1277, 32/2018, 244/2017, Πρακτ. της 4ης Ειδ.Συν/σης της 31.10.2012, ΣτΕ Ολ. 602/2003, ΣτΕ 1508/2002, αποφ. Ε∆∆Α της 2.4.2015 Dimech κατά Μάλτας, σκ. 64, της 7.2.2013, Fabris κατά Γαλλίας, σκ. 66).

Στο πλαίσιο αυτό, κάθε επέμβαση πρέπει να είναι α) πρόσφορη και κατάλληλη για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, υπό την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς, μέτρου και γ) αναλογική, να τελεί, δηλαδή, σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της προκαλούμενης από αυτά βλάβης (πρβλ. ΕλΣ Ολ 599/2021, 1196/2009, 2712/2008, 2437/2007, 2287/2005, 1492/2002, ΣτΕ Ολ. 229, 228/2014, ΑΠ Ολ. 5/2013).

Επειδή περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία, όπως έχει παγίως κριθεί, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των τελούντων υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες προσώπων. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη ∆ιοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα ∆ιοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΑΕ∆ 1/2012, ΕλΣ Ολ. 2654/2013,2340/2009, ΣτΕ Ολ. 1286/2012 κ.ά.).

Ακολούθως, στην παράγραφο 5 του αυτού άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι

«Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη. Η αρχή αυτή αναλύεται στις επιμέρους ειδικότερες αρχές της καθολικότητας των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας της συνεισφοράς σε σχέση με τις δυνάμεις του συνεισφέροντος. Ως δημόσια δε βάρη νοούνται κάθε είδους υποχρεωτικές, χρηματικές ή υλικές οριστικές παροχές των πολιτών προς το Κράτος, όπως φόροι, τέλη, δασμοί, κοινωνικοί πόροι, εισφορές, περιορισμός στο ύψος καταβαλλόμενων παροχών, εφ’ όσον επιβάλλονται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα υπέρ της βαρυνόμενης με αυτά κατηγορίας. Ενόψει των αρχών αυτών, ο νομοθέτης έχει, κατ’ αρχήν, την ευχέρεια να καθορίζει τις μορφές των δημοσίων βαρών, ήτοι των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με ποικίλες μορφές, περιορίζεται, όμως, από τις ανωτέρω αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Από την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται τα δημόσια βάρη να επιβάλλονται σε ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων (κοινωνικοοικονομικές ομάδες) ή πραγμάτων, εφ’ όσον, όμως, δικαιολογείται η επιβάρυνση του κύκλου αυτού σε σχέση με τις μη βαρυνόμενες κατηγορίες, δηλαδή μόνον εάν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα, όπως η σύνδεση της βαρυνόμενης κοινωνικοοικονομικής ομάδας με τον υπηρετούμενο από τη ρύθμιση σκοπό και η ωφέλεια που αυτή αντλεί από τον κοινωνικό ή οικονομικό τομέα στον οποίο αφορά η νομοθετική παρέμβαση ή από την ιδιαίτερη εισφοροδοτική ικανότητα της επιλεγείσας ως αποκλειστικά βαρυνόμενης κατηγορίας (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 32, 244/2017, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2469-2471/2008, ΣτΕ 4986/2012, 3143/2015), η επιβολή δε του βάρους γίνεται επί συγκεκριμένης ύλης, πρόσφορης να καταδείξει την ικανότητα συμβολής της κατηγορίας και συναφούς προς τη θεσπιζόμενη ρύθμιση (βλ. ΕλΣ Ολ. 1277, 32/2018, 244/2017, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 124).

Κατά τα ανωτέρω επιβάλλεται να τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των προσδοκιών των πολιτών αφενός και των αρχών που υπηρετούνται με την επιβολή των μέτρων αφετέρου, ενώ η οξύτητα της κρίσης και η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισής της προς διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας αποτελεί κριτήριο το οποίο συνεκτιμάται κατά τον έλεγχο συμβατότητας των θεσπιζόμενων μέτρων προς τις ανωτέρω αρχές.

Επειδή σήμερα, παρουσιάζεται μια ιδιότυπη και εξόφθαλμα άδικη κατάσταση, οι νέοι συνταξιούχοι των  ΕΛΤΑ(π.ΤΑΠ-ΟΤΕ και άρα π.ΤΕΑΠ-ΟΤΕ) μετά την 1.1.2015, να λαμβάνουν ακόμα και διπλάσια  επικουρική σύνταξη, σε σχέση με όσους έλαβαν σύνταξη, μέχρι και 31.12.2014. Προκύπτει συνεπώς  το φαινόμενο συνταξιούχοι, που ανήκουν στον ίδιο φορέα, με τις ίδιες κρατήσεις και αποδοχές, να έχουν τελείως διαφορετικές επικουρικές συντάξεις, ως αποτέλεσμα, άνισης μεταχείρισης με βάση το άρθρο 4 του Συντάγματος, που καθορίστηκαν αυθαίρετα, με βάση μια απλή ημερομηνία(προ και μετά την 1η.1.2015).

Για όλους τους ανωτέρω λόγους και εν όψει της κατάθεσης στη βουλή, του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου, που έχει τεθεί ήδη υπό δημόσια διαβούλευση, θέτουμε για άλλη μια φορά υπόψη σας την ανωτέρω αντινομία και παρακαλούμε για την θεραπεία της, μέσω νομοθετικής παρέμβασης. Ως εκ τούτου, προκειμένου να αρθούν οι προαναφερόμενες προσβολές σε βάρος θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων και αρχών του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, παρακαλούμε για την εισαγωγή προς ψήφιση, τροπολογίας, με το εξής περιεχόμενο:

«Τροπολογία-Προσθήκη»

ΘΕΜΑ

«Επέκτασή σε “παλαιούς συνταξιούχους” του ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ(αποχωρήσαντες πριν την 1.1.2015), του συστήματος υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, των αποχωρούντων μετά την 1.1.2015. »

«Οι επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων του πρώην ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ, που εντάχθηκε στο ΕΤΕΑΕΠ και εν συνεχεία στον e-ΕΦΚΑ, μέχρι την 31.12.2014, επανυπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν.4670/2020 και του άρθρου 6 της υπ’ αριθμ.   17537/989/6.5.2020 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 1887/18.5.2020)». Εφόσον από τον επανυπολογισμό, προκύψει υπερβάλλον ποσό, αυτό χορηγείται άμεσα στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά.»

Με εκτίμηση

ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Ο ΓΕΝ.  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΠΟΝΗΣ                                             ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ