Η διόρθωση της αδικίας που υπόκεινται στο επικουρικό τους, οι συνάδελφοι ταχυδρομικοί που συνταξιοδοτήθηκαν προ το νόμου Κατρούγκαλου, αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της διοίκησης. Πριν δύο μήνες και αφού είχαν προηγηθεί κατ’ ιδίαν συζητήσεις του προέδρου Γιώργου Πεπόνη με τον υφυπουργό Εργασίας κ.Τσακλόγλου, αποστείλαμε υπόμνημα-επιστολή στο υπουργείο Εργασίας, με αντικείμενο το επικουρικό των ταχυδρομικών.
Οι αρμόδιοι, με μεγάλη καθυστέρηση, μας απάντησαν, ωστόσο οι εξηγήσεις τους δεν κρίνονται ως επαρκείς. Τουναντίον, δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για τη διόρθωση της αδικίας στο επικουρικό μας. Ως εκ τούτου, αποστείλαμε νέα επιστολή προς το υπουργείο Εργασίας, όπου αναφέρουμε τα εξής:
Αξιότιμε κ. Υφυπουργέ,
με έκπληξη, παραλάβαμε την επιστολή (αρ.πρωτ.44162/28.6.2021) της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Κ.Α., κ.Τσάμη Παρασκευής, εις απάντηση της από 27.4.2021(αρ.πρωτ.233) επιστολής μας , με την οποία σας ενημερώναμε, για την κατάφωρη αδικία που υφίστανται τα μέλη μας, συνταξιούχοι του πρώην ΤΕΑΠ-ΟΤΕ (νυν ΕΤΕΑΕΠ), σε σχέση με τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης, όσων έχουν υποβάλει αίτημα συνταξιοδότησης, πριν την 1.1.2015.
Επ’ αυτών σας ενημερώνουμε για τα κάτωθι:
1.Γίνεται δεκτό ότι κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η θεσµική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει και την αρχή της ανταποδοτικότητας, όχι βέβαια, ως απόλυτη αναλογία εισφορών/παροχών.
2.Το ΣτΕ δέχεται ότι από καµία διάταξη του Συντάγµατος ούτε γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, επιβάλλεται να τηρείται αναλογία µεταξύ εισφορών και παροχών. Η αρχή της ανταποδοτικότητας δεν έχει την έννοια της άµεσης σχέσης της παροχής µε τις εισφορές, που έχουν καταβληθεί.
3.Έχει όμως την έννοια της κατ’ αρχήν ύπαρξης αναλογίας µεταξύ εισφορών και παροχών, ώστε να διατηρείται και µετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, το επίπεδο ζωής που ο ασφαλισµένος απέκτησε κατά τον εργασιακό του βίο».
4.Η κάµψη της αρχής της ανταποδοτικότητας, η οποία γίνεται δεκτή ενόψει της αρχής της αλληλεγγύης, δεν εξικνείται και σε αναίρεσή της. H µη αντιστοίχιση εισφορών/παροχών γνωρίζει όρια.
5.Στην κατεύθυνση αυτή τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν ότι «κατά βασική αρχή του θεσµού της κοινωνικής ασφαλίσεως, την οποία εγγυάται η διάταξη του άρθρου 22§4 του Συντάγµατος (ΣτΕ 2692/93 Ολοµ.), οι ασφαλιστικές παροχές είναι κατ’ αρχήν ανάλογες προς τις ασφαλιστικές εισφορές (ΣτΕ 4648/88).
6.Πολλώ δε µάλλον δεν είναι συνταγµατικώς ανεκτή η πλήρης αποσύνδεση εισφορών/παροχών και η πλήρης στέρηση παροχών που χρηµατοδοτήθηκαν από εισφορές των ασφαλισµένων, µε βάση το κριτήριο της οικονοµικής κατάστασης του ασφαλισµένου πριν ή µετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου.
7.Η εισφορά θεσπίζεται ως µονοµερώς επιβαλλόµενη χρηµατική υποχρέωση η καταβολή της οποίας συνδέεται µε την παροχή ειδικής ωφέλειας στον υπόχρεο, δηλαδή την απόλαυση δηµόσιας υπηρεσίας ή δηµοσίου πράγµατος.
8.Η ασφαλιστική προσδοκία, προστατεύεται και ως περιουσιακό δικαίωµα βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α, και δεν µπορεί να αναιρείται πλήρως, µε την στέρηση των παροχών όταν έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος.
9.Κατόπιν των ανωτέρω σας καλούμε όπως επανεξετάσετε την πρόταση που σας υποβάλαμε με επιστολή μας, σύμφωνα με την οποία θεωρούμε δίκαιο και ορθό, ο υπολογισμός των «παλαιών συντάξεων» (πριν την 1.1.2015) σε κάθε περίπτωση να μην υπολείπεται, του ποσού που λαμβάνει συνταξιούχος συμφώνα με τις διατάξεις του ν.4387/2016, όπως ισχύει.
Η απάντηση του υπουργείο Εργασίας στο αρχικό υπόμνημά μας, έχει ως εξής:
To υπόμνημα που είχαμε αποστείλει πριν δύο μήνες ανέφερε τα παρακάτω
Αξιότιμε κύριε Υφυπουργέ,
Τα μέλη του συλλόγου μας, ως πρώην εργαζόμενοι στα Ελληνικά Ταχυδρομεία με την ονομασία ΕΛΤΑ, είχαν μια συνολική κράτηση, υπέρ επικουρικής ασφάλισης, από τις μεγαλύτερες, 6% (Σημειώνεται ότι 3% κατέβαλαν οι εργαζόμενοι και 3% ο εργοδότης).
Η διαχείριση αυτών των κρατήσεων, γινόταν από ειδικό λογαριασμό, με την ονομασία ΕΛΕΑ ( Ειδικός Λογαριασμός Επικουρικής Ασφάλισης).
Ο εν λόγω λογαριασμός, αποτέλεσε τον διάδοχο, ενός ξεχωριστού Ταμείου των Ταχυδρομικών, όταν αυτοί ανήκαν ακόμα στο Δημόσιο, με την επωνυμία ΤΑΥΙΣ.
Από το Ταμείο αυτό, μεταβιβάστηκαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, δηλαδή η κινητή και ακίνητη περιουσία του, στον ΕΛΕΑ.
Από 1/1/1970, η Ταχυδρομική Διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνιών μετατράπηκε σε οργανισμό με την επωνυμία ΕΛΤΑ και ο υπολογισμός απόδοσης μερίσματος (επικουρική σύνταξη) είχε ως βάση υπολογισμού, το 7ο κλιμάκιο του μισθού και το 69% του χρονοεπιδόματος.
Έκτοτε η απόδοση αυτή δεν έχει αλλάξει, σε αντίθεση με άλλα Ταμεία που σχηματίστηκαν εκ των υστέρων, όπου οι δικαιούχοι τους, λαμβάνουν έως και σήμερα καλύτερες συντάξεις, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι κρατήσεις τους ήταν ποσοστιαίες, πολύ μικρότερες, από αυτές των ταχυδρομικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση εξαιρετικά χαμηλών επικουρικών συνταξιοδοτικών παροχών στους παλιούς συνταξιούχους, πριν το 2015.
Σήμερα, παρουσιάζεται μια ιδιότυπη και εξόφθαλμα άδικη κατάσταση, οι νέοι συνταξιούχοι των ΕΛΤΑ (π.ΤΑΠ-ΟΤΕ και άρα π.ΤΕΑΠ-ΟΤΕ) μετά την 1.1.2015, να λαμβάνουν ακόμη και διπλάσια επικουρική σύνταξη, σε σχέση με όσους έλαβαν σύνταξη, μέχρι και 31.12.2014.
Προκύπτει συνεπώς το φαινόμενο, συνταξιούχοι, που ανήκουν στον ίδιο φορέα, με τις ίδιες κρατήσεις και αποδοχές, να έχουν τελείως διαφορετικές επικουρικές συντάξεις, ως αποτέλεσμα, άνισης μεταχείρισης με βάση το άρθρο 4 του Συντάγματος, που καθορίστηκαν αυθαίρετα, με βάση μια απλή ημερομηνία (προ και μετά την 1η.1.2015).
Μοναδική λύση στην παραπάνω κατάφωρη αδικία, είναι στα πλαίσια επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, να δοθεί νομοθετικά η δυνατότητα και οι «παλιοί» συνταξιούχοι, να λάβουν αντίστοιχο ποσό επικουρικής σύνταξης, σύμφωνα με το ν.4387/2016, όπως ισχύει.
Δηλαδή ο επανυπολογισμός της επικουρικής μας σύνταξης να γίνει ως έξης:
Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής έως 31.12.2014 να υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% επί των συντάξιμων αποδοχών που υπεβλήθησαν σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης.
Το επιπλέον ποσό δε που θα προκύψει, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «προσωπική διάφορα» που εξακολουθεί να λαμβάνει ο συνταξιούχος.
Είμαστε βέβαιοι ότι θα ανταποκριθείτε στο δίκαιο αίτημα μας και σας ευχαριστούμε.